σταθμευμένος

σταθμευμένος
estacionat

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταθμεύω — σταθμεύω, στάθμευσα, σταθμευμένος βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταθμεύω — στάθμευσα, σταθμευμένος, διακόπτω την πορεία για μικρό χρονικό διάστημα, σταματώ κάπου: Δε σταθμεύει αυτή η αμαξοστοιχία στην κωμόπολή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”